Μάκβεθ

Μάκβεθ
(Macbeth, ; – 1057). Σκοτσέζος ηγεμόνας (1040-54), ήρωας της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ. Ήταν κόμης του Μάρι και αρχηγός του κελτικού κόμματος της Σκοτίας. Το 1040 σκότωσε τον βασιλιά Ντάνκαν και σφετερίστηκε τον θρόνο του. Βασίλεψε στη συνέχεια, με την εύνοια του λαού, έως το 1054, οπότε, μετά την ήττα του από τις δυνάμεις της αντίπαλης μερίδας, που είχε αρχηγό τον Στιούαρτ της Νορθουμβρίας και την υποστήριξη του Εδουάρδου Α’ της Αγγλίας, ο Μ. αναγκάστηκε να καταφύγει στις βόρειες επαρχίες, όπου τον νίκησε και τον σκότωσε στο Λαμφάναν ο Μάλκολμ, γιος του Ντάνκαν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος …   Dictionary of Greek

  • Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • Γουέλς, Όρσον — (Orson Welles, Γουισκόνσιν 1915 – 1985). Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Καλλιτέχνης με εξαιρετικά πρώιμο ταλέντο, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο Gate Theater του Δουβλίνου σε ηλικία 16 ετών,… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσον, Τζούντιθ — (Dame Judith Anderson, Αδελαΐδα Αυστραλίας 1898 – 1992). Αγγλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Φράνσις Μάργκαρετ Ά. Πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1915 στο Σίδνεϊ και το 1918… …   Dictionary of Greek

  • Βολκ, Φρέντερικ — (Frederick Valk, Αμβούργο 1895 – Λονδίνο 1956). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Έφυγε από την πατρίδα του παρατώντας τον στρατό στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου για να στραφεί στην ηθοποιία και ειδικεύτηκε κυρίως στους σαιξπηρικούς ρόλους… …   Dictionary of Greek

  • Βονασέρα, Ιωσηφίνα — (Σικελία 1838 – Αθήνα 1927). Ηθοποιός και τραγωδός. Κόρη μουσικού, ήρθε το 1848 στην Ελλάδα, όπου παντρεύτηκε τον Φραγκίσκο Βονασέρα. Έπαιξε το 1862 για πρώτη φορά στο θέατρο Μπούκουρα με μεγάλη επιτυχία τη Λουκρητία Βοργία στο ομώνυμο έργο του… …   Dictionary of Greek

  • Καρούσος, Τζαβαλάς — (Λευκάδα 1904 – Παρίσι 1969). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Εμφανίστηκε πολύ νέος στη θεατρική σκηνή, ενώ αργότερα σπούδασε στη δραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου. Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στο έργο Το… …   Dictionary of Greek

  • Κεμπλ — (Kemble). Επώνυμο οικογένειας Άγγλων ηθοποιών. 1. Σάρα Σίντονς (Sarah Siddons, 1755 – 1831). Υπήρξε η πιο διακεκριμένη από την οικογένεια Κ. Εργάστηκε στα θέατρα Ντρούρι Λέιν και Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στους τραγικούς… …   Dictionary of Greek

  • Κοτοπούλη, Μαρίκα — (Αθήνα 1887 – 1954). Ηθοποιός του θεάτρου. Ήταν κόρη του ηθοποιού και θιασάρχη Δημήτριου Κοτοπούλη και της ηθοποιού Ελένης Συλιβάκου Κοτοπούλη (1851 1926). Μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στο θέατρο, ακολουθώντας τον περιοδεύοντα θίασο του πατέρα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”